- διασκορπιζόμενα
- διασκορπίζωscatter abroadpres part mp neut nom/voc/acc plδιασκορπίζωscatter abroadpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασκορπιζομένας — διασκορπιζομένᾱς , διασκορπίζω scatter abroad pres part mp fem acc pl διασκορπιζομένᾱς , διασκορπίζω scatter abroad pres part mp fem gen sg (doric aeolic) διασκορπιζομένᾱς , διασκορπίζω scatter abroad pres part mp fem acc pl διασκορπιζομένᾱς … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek